θελήμα — θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc/acc dual θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλημα — will neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… … Dictionary of Greek
θέλημα — το, ατος 1. επιθυμία: Ήτανθέλημα του πατέρα μου να γίνω γιατρός. 2. παραγγελία: Κάνει θελήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θελημά — θελημός willing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκεῖ ἐν μεγάλοις καὶ τὸ θέλημα μόνον. — См. Попытка, не пытка, а спрос не беда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
θεληματίζω — [θέλημα] αναθέτω σε κάποιον θέλημα, μικρή υπηρεσία, παραγγελία … Dictionary of Greek
θελημάτων — θέλημα will neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήμασι — θέλημα will neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήμασιν — θέλημα will neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελήματα — θέλημα will neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)